ἀριστόδειπνον

English (LSJ)

[ᾱ], τό, breakfast-dinner, Alex.294, Men.998.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
cóm. desayuno-cena σύντομον ἀ. Alex.294, cf. Men.Fr.827, Hsch.α 7262.

German (Pape)

[Seite 352] τό, Mittagabendmahlzeit, Alex. bei Ath. II, 47 e; Menand. bei Poll. 6, 102.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστόδειπνον: τὸ, ἄριστον ἅμα καὶ δεῖπνον, παρ’ ὧν γένοιτ’ ἂν συντόμως ἀριστόδειπνον Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 25, Μένανδ. ἐν «Ὀργῇ» 6.

Greek Monolingual

ἀριστόδειπνον, το (Α)
πρόγευμα και δείπνο μαζί (κωμική λέξη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστονπρόγευμα») + δείπνον].