κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ἀργιόπους: οδος, ὁ, ἡ, ἴδε ἀργίπους.
oiseau = ἀετός.Étymologie: mot macédonien - πούς.