ἀσηρός
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[ᾰ], όν, (ἄση)
A causing discomfort, Hp.Fract.22,33, Plu.2.713a. Adv. -ρῶς Poll.3.99. 2 feeling disgust, disdainful, Sapph. 77 (Comp.): Medic., feeling discomfort, Ruf. ap. Orib.45.30.22.
German (Pape)
[Seite 369] (ἄση), ekelhaft, Hippocr. auch lästig.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσηρός: -όν, (ἄση) ὁ ναυτίαν προξενῶν, ἀηδής, Ἱππ. π. Ἀγμ. 766, 774· «ἀσηρόν, ἄσης ποιητικὸν» Ἐρωτιαν. σ. 82. Ἐπίρρ. -ρῶς, «ἀχθεινῶς δὲ καὶ ἀσηρῶς» Πολυδ. Γ΄, 99. 2) ὁ αἰσθανόμενος ἀηδίαν, ἢ περιφρόνησιν, ἐπὶ γυναικός, Σαπφὼ 78, ἴδε Gaisf. Ἡφαιστ. 64.