ἀσκηθής

Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ές,

   A unhurt, unscathed, in Hom. of persons, ἂψ εἰς ἡμέας ἔλθοι ἀ. Il.10.212; ἀ. ἱκόμην ἐς πατρίδα γαῖαν Od.9.79, cf. Epich.99.10, Call.Aet.3.1.69; ἀσκηθέες (trisyll.) καὶ ἄνουσοι Od.14.255 (v.l. ἀσκεθέες); sound, healthy, IG4.952.109 (Epid.); ἀ. τινὰ πέμπειν Sol. 19.4; unblemished, IG5(2).3.5 (Tegea, iv B. C.); = ἀπαθής, θεός Timo 60, etc.; later of things, ἀ. νόστος safe return, A.R.2.690; ἀ. μέλι pure, virgin honey, Antim.16.2. (Perh. from ἀ- priv., and the root of scathe, Germ. schaden 'hurt'.)

German (Pape)

[Seite 371] ές, unversehrt, wohlbehalten; Hom. Iliad. 10, 212. 16, 247 Od. 5, 26. 144. 168. 9, 79. 11, 535. 14, 255. An der letzten Stelle ἀσκηθέες dreisylbig zu lesen, v. l. ἀσκεθέες. Solon. frg. 23 bei Plut. Sol. 26; μέλι, reiner Honig, Antimach. 11; νόστος Ap. Rh. 2, 960.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκηθής: -ές, μὴ ὑποστὰς βλάβην τινά, σῶος, ἄψ εἰς ἡμέας ἔλθοι ἀσκηθὴς Ἰλ. Κ. 212· καὶ νύ κεν ἀσκηθὴς ἱκόμην ἐς πατρίδα γαῖαν Ὀδ. Ι. 79, κτλ.: μεταγ. ἐπὶ πράγμ., ἀσκ. νόστος, ἀσφαλὴς ἐπάνοδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 690· ἀσκηθὲς μέλι, ἄδολον, ἁγνὸν μέλι, Ἀντίμαχ. παρ’ Ἀθην. 468Α: τὸ ἐν Ὀδ. Ξ. 255 ἀσκηθέες (κατὰ Οὐόλφ. καὶ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἀσκεθέες τῶν χειρογρ.) πρέπει νὰ ἀναγινώσκηται ὡς τρισύλλ. (Ἴσως ἐκ τοῦ α στερ. καὶ τῆς ῥίζης, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ Ἀγγλ. scathe, Γερμ. schaden, ὃ ἐ. βλάβη).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non endommagé, sain et sauf.
Étymologie: DELG ? : ἀ priv. + ?

English (Autenrieth)

ές: unscathed; ἀσκηθέες καὶ ἄνουσοι, Od. 14.255.