ἀρτιότης
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A soundness, entireness, Arr.Epict.1.22.12, Gal. Thras.12, Stob.2.7.7a. 2 of numbers, evenness, opp. περιττότης, Arist.Metaph.1004b11.
German (Pape)
[Seite 362] ητος, ἡ, die Vollständigkeit, der unversehrte Zustand, D. L.; Ggstz πήρωσις, Stob.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιότης: -ητος, ἡ, ὁλοκληρία, ἀκεραιότης Λατ. integritas Στοβ. Ἐκλογ. 1. 144. 2) τὸ ἄρτιον ἀριθμοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιττότης, Ἀριστ. Μεταφ. 3. 2, 18.