ἀσυμφυής
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ές,
A not growing together, μόρια Placit.5.19.5; τῆ κτίσει Hsch.
German (Pape)
[Seite 380] ές, nicht zusammenpassend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμφυής: -ές, ὁ μὴ συμφυής, «ἀνοίκειος, ἀνόμοιος» (Σουΐδ.), Πλούτ. 2. 908D, Κλήμ. Ἀλ. 223.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne se combine pas avec, incompatible.
Étymologie: ἀ, συμφυής.