ἀσυμφυής

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ές,

   A not growing together, μόρια Placit.5.19.5; τῆ κτίσει Hsch.

German (Pape)

[Seite 380] ές, nicht zusammenpassend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμφυής: -ές, ὁ μὴ συμφυής, «ἀνοίκειος, ἀνόμοιος» (Σουΐδ.), Πλούτ. 2. 908D, Κλήμ. Ἀλ. 223.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne se combine pas avec, incompatible.
Étymologie: ἀ, συμφυής.