ἀσκωλιασμός

From LSJ
Revision as of 09:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκωλιασμός Medium diacritics: ἀσκωλιασμός Low diacritics: ασκωλιασμός Capitals: ΑΣΚΩΛΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: askōliasmós Transliteration B: askōliasmos Transliteration C: askoliasmos Beta Code: a)skwliasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A leaping on greased wineskins, Poll.9.21.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, das Tanzen u. Springen auf einem Beine, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκωλιασμός: ὁ, «ὁ δ’ ἀσκωλιασμὸς τοῦ ἑτέρου ποδὸς αἰωρουμένου κατὰ μόνου τοῦ ἑταίρου πηδᾶν ἐποίει, ὅπερ ἀσκωλιάζειν ὠνόμαζον, ἤτοι εἰς μῆκος ἡμιλλῶντο, ἢ ὁ μὲν ἐδίωκεν οὕτως, οἱ δ’ ὑπέφευγον ἐπ’ ἀμφοῖν θέοντες, ἕως τινὸς τῷ φερομένῳ ποδὶ ὁ διώκων δυνηθῇ τυχεῖν, ἢ καὶ πάντες ἐπήδων ἀριθμοῦντες τὰ πηδήματα· προσέκειτο γὰρ τῷ πλήθει τὸ νικᾶν = Πολυδ. Θ΄, 121. Ἡ παιδιὰ αὕτη σήμερον ὀνομᾴζεται «κουτσαλωνάκι».