ἀσκαρίζω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
fut. -ιῶ, Att. form of σκαρίζω (with ἀ- euph.), Hp.Nat. Puer.30, Cratin.26.
German (Pape)
[Seite 370] (α euphon.), springen, zappeln, Cratin. bei Phot. durch ἀσπαίρω erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκᾰρίζω: μέλλ. -ιῶ, ποιητ. τύπος τοῦ σκαρίζω, σκιρτῶ, πηδῶ (μετ’ εὐφων. α), ὁ δ’ ἠσκάριζε κἀπέπερδε Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσι» 3.