αὐτότεχνος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A self-instructed, πρὸς ἴασιν Plu.2.991e.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτότεχνος: -ον, αὐτοδίδακτος, τῶν ζῴων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφὴν Πλούτ. 2. 991Ε.
Full diacritics: αὐτότεχνος | Medium diacritics: αὐτότεχνος | Low diacritics: αυτότεχνος | Capitals: ΑΥΤΟΤΕΧΝΟΣ |
Transliteration A: autótechnos | Transliteration B: autotechnos | Transliteration C: aftotechnos | Beta Code: au)to/texnos |
ον,
A self-instructed, πρὸς ἴασιν Plu.2.991e.
αὐτότεχνος: -ον, αὐτοδίδακτος, τῶν ζῴων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφὴν Πλούτ. 2. 991Ε.