βεβαιότροπος
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Full diacritics: βεβαιότροπος | Medium diacritics: βεβαιότροπος | Low diacritics: βεβαιότροπος | Capitals: ΒΕΒΑΙΟΤΡΟΠΟΣ |
Transliteration A: bebaiótropos | Transliteration B: bebaiotropos | Transliteration C: vevaiotropos | Beta Code: bebaio/tropos |
ον,
A firm, resolute, Dam.Isid.16.
βεβαιότροπος: -ον, στερεός, ἀποφασιστικός, Δαμασκ. παρὰ Φωτ. σ. 336.