βρύτεα
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
or βρύτια (so prob. in Cerc.4.34 [ῡ]), τά,
A = στέμφυλα, refuse of olives or grapes after pressing, Ath.2.56d, Hdn.Gr.2.484 (also expld. as εἶδος σκορόδου, Hsch.): metaph., τὰ δ' ἔσχατα β. Μυσῶν Cerc. l.c.; τὸ τῶν βρυτέων πόμα Aret.SA1.9, SD2.9.
German (Pape)
[Seite 466] od. βρύτια, τά, Trester, Ueberbleibsel ausgepreßter Trauben od. Oliven, Ath. II, 56 d.
Greek (Liddell-Scott)
βρύτεα: ἢ βρύτια, τά, Λατ. bryssa, brissa, τὰ ἐκπιέσματα (τσήπουρα) ἐλαιῶν καὶ σταφυλῶν, Ἀθήν. 56D.