γήθυον
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
τό,
A = γήτειον, Ar.Fr.5, Phryn.Com.12, Thphr.7.1.2, etc.
German (Pape)
[Seite 489] τό, Porreezwiebel, Lauch, com. Ath. a. a. O.; s. γήτειον.
Greek (Liddell-Scott)
γήθυον: τό, εἶδος πράσου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 122, Φρύν. Κωμ. Κρον. 3 · ἴδε Schneid. Θεόφρ. 3. 574 · πρβλ. γήτειον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de poireau, plante.
Étymologie: DELG étym. ignorée.