Γοργίειος
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
ον,
A of Gorgias, Gorgias-like, ῥήματα X.Smp.2.26; σχήματα D.H.Dem. 5; of vases, called after one Gorgias, IG11(2).128.31, al. (Delos, iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Γοργίειος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Γοργίαν, ὅμοιος τῷ Γοργίᾳ, Ξεν. Συμπ. 2. 26.