γυναικάδελφος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A wife's brother, PMasp.95.14 (vi A. D.), Sch. S.OT70, Sch.E.Hec.833.
German (Pape)
[Seite 510] ὁ, Frauenbruder, Schol. Soph. O. R. 70.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικάδελφος: ὁ, ὁ τῆς γυναικὸς ἀδελφός, θηλ. γῠνακαδέλφη, ἡ, (κατ’ ἄλλους ὀξυτόνως,-φός, -ὴ) τῆς γυναικὸς ἀδελφή, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 304, Θωμ. Μ. σ. 197.