δημεραστικός
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
German (Pape)
[Seite 561] ή, όν, zum Volksfreund geeignet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δημεραστικός: -ή, -όν, κλίσιν ἔχων πρὸς δημεραστίαν, Πρόκλ. Ἀλκ. 1, σ. 306.