διάστυλος
From LSJ
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
English (LSJ)
ον,
A diastyle, i. e. having a space of three diameters between the columns, Vitr.3.3.1. II διάστυλον, τό, = foreg. 1, IG4.1484.63 (Epid.), Ephes.2.76,al.
Greek (Liddell-Scott)
διάστῡλος: -ον, (ναὸς) οὗ τὰ μεταξὺ τῶν κιόνων διαστήματα, τὰ μετακιόνια, ἀπέχουσιν ἀλλήλων τρεῖς διαμέτρους τοῦ κίονος, πρβλ. εὔστυλος, σύστυλος, ἀραιόστυλος, Βιτρούβ. 3. 2.