σύστυλος
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
σύστυλον, systyle, with columns standing close, Vitr.3.3.1.
German (Pape)
[Seite 1045] mit dicht zusammenstehenden Säulen, Vitruv. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
σύστῡλος: -ον, πυκνόστυλος, Βιτρούβ. 3. 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύστυλος, -ον, ΝΑ
πυκνόστυλος
νεοελλ.
αρχαιολ. α) (για κτίσμα) αυτός του οποίου το μεταξύ δύο διαδοχικών κιόνων διάστημα ήταν διπλάσιο του πλάτους του τριγλύφου, προκειμένου για τον δωρικό ρυθμό, ή διπλάσιο της κατώτατης διαμέτρου του κίονα, προκειμένου για τον ιωνικό ρυθμό
β) φρ. «σύστυλος ναός» — ναός του οποίου το διαστύλιο είναι ίσο με το πάχος δύο διαμέτρων του στύλου (Βιτρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -στυλος (< στῦλος), πρβλ. περί-στυλος].