διελκυσμός
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
ὁ,
A pushing about, D.H.Comp.20. 2 delay, PTeb. 25.2 (ii B. C.). 3 brawl, Arg. 1 Ar.Ach.
German (Pape)
[Seite 619] ὁ, das Auseinanderziehen, Fortschleppen. Dion. Hal. C. V. 20.
Greek (Liddell-Scott)
διελκυσμός: ὁ, τὸ περιφέρειν, σύρειν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20. 2) λογομαχία, ἔρις, Ὑποθ. Ἀριστοφ. Ἀχ.