δικαιοπράγημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A just or righteous act, Id.EN1135a12, Chrysipp.Stoic.3.73.
German (Pape)
[Seite 626] τό, gerechte Handlung; Arist. Eth. 5, 7; Plut. stoic. rep. 15.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοπράγημα: τό, πρᾶξις δικαία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action juste.
Étymologie: δικαιοπραγέω.