εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Full diacritics: δῐωχής | Medium diacritics: διωχής | Low diacritics: διωχής | Capitals: ΔΙΩΧΗΣ |
Transliteration A: diōchḗs | Transliteration B: diōchēs | Transliteration C: diochis | Beta Code: diwxh/s |
ές, (ἔχω)
A that will hold two, δίφρος Pherecr.3, Paus.Gr.Fr. 132.
διωχής: -ές, (ἔχω) ὁ χωρῶν δύο ἀνθρώπους, «ὁ δύο φέρειν δυνάμενος», δίφρος Φερεκρ. Ἀγαθ. 3, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 883. 12, ἔνθα κακῶς διόχης, πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 552.