δυσεκφώνητος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ον,
A hard to pronounce, Eust.76.33.
German (Pape)
[Seite 678] schwer auszusprechen, Eustath. 76, 32.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεκφώνητος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐκφωνούμενος, Εὐστ. 76. 33.