ἐγγύτης
From LSJ
[ῠ], ητος, ἡ,
A nearness, Str.8.6.19, A.D.Pron.24.4, Alex. Aphr.Pr.2.35, Them.Or.14.182b, etc.
[Seite 702] ητος, ἡ, Nähe, Nachbarschaft; übertr., Aehnlichkeit; Sp.
ἐγγύτης: ῠ, ητος, ἡ, «ἄστρων τάσεις, ἀποστάσεις, ἐγγύτητες» Πολυδ. Δ΄, 155.