εἰσώστη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A tomb, in pl., CIG2824 (Aphrodisias), JHS20.76 (Caria). (Prob. from ὠθέω, cf. ὑπώστη.)
Greek (Liddell-Scott)
εἰσώστη: ἡ, (ὀστέον) ὀστοθήκη, ὀστοδοχεῖον, Λατ. ossuarium, Συλλ. Ἐπιγρ. 2824. 13-2850· ἴδε Βοίκχ. σ. 535 καὶ πρβλ. ὑπώστη. - Πρβλ. καὶ Συναγ. Λεξ. Ἀθησ. Κουμανούδη ἐν λέξει.