εἰσφθείρομαι
From LSJ
English (LSJ)
aor. -εφθάρην [ᾰ],
A make entry to one's undoing, εἰς τὴν βασιλείαν J.BJ1.26.1, cf. Poll.9.158, Suid.s.v. εἰσέρρησεν; as an abusive term, οὐκ εἰσφθερεῖσθε θᾶττον.. ἐκποδών; Men. Pk.276 ; θᾶττον εἰσφθάρηθι σύ Id.Sam.229.
German (Pape)
[Seite 746] sich zum Unglück wohin begeben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσφθείρομαι: εἰσκωμάζω, εἰσβιάζομαι, ῥῆμα δηλοῦν κατάραν, ταῖς ἐκκλησίαις ἡμῶν εἰσεφθάρη, εἰσεκώμασεν, ἀλλ’ εἴθε νὰ ἐφθείρετο εἰσκωμάζων, Πολυδ. Θ΄, 158, Γρηγ. Ναζ., κλ.