ἐνδημέω

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδημέω Medium diacritics: ἐνδημέω Low diacritics: ενδημέω Capitals: ΕΝΔΗΜΕΩ
Transliteration A: endēméō Transliteration B: endēmeō Transliteration C: endimeo Beta Code: e)ndhme/w

English (LSJ)

Dor. ἐνδᾱμέω,

   A live at or in a place, Lys.9.5, IG12(5).534.6 (Ceos, ii B. C.); simply, stay, remain in a place, μέχρις ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις Aen.Tact.10.11; ἐνδημῶν καὶ ἀποδημῶν Mitteis Chr.284.3 (ii B. C.), etc.: metaph., ὁ θεὸς ἐνδεδήμηκεν εἰς τὴν ἐμὴν ψυχήν Charito6.3; ἐ. ἐν τῷ σώματι, πρὸς τὸν Κύριον, 2 Ep.Cor.5.6,8.

German (Pape)

[Seite 833] im Lande sein, daheim sein, Lys. 9, 5 u. Sp. – Auch übertr., ἐνδεδήμηκεν ὁ θεὸς εἰς τὴν ἐμὴν ψυχήν Charit. 6, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδημέω: Δωρ. ἐνδᾱμέω, διαμένω, διατρίβω ἔν τινι τόπῳ λέγοντες ὅτι οὐδὲν ἐλάττω χρόνον Πολύαινος ἐνδημοίη Λυσ. 114. 36, Συλλ. Ἐπιγρ. 2357β· μέχρι ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις Αἰνείας Τακτ. 10. σ. 3· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποδημῶ, τῶν γὰρ Ἀθανασίου συμμετέσχεν ἱδρώτων, καὶ ἐνδημοῦντι καὶ ἀποδημοῦντι συνῆν Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ. 4· μεταφ., ὁ Θεὸς ἐνδεδήμηκεν εἰς τὴν ἐμὴν ψυχὴν Χαρίτων 6. 3, πρβλ. Ἐπιστ. Β΄ π. Κορ. ε΄, 6 καὶ 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être établi ou séjourner dans un pays.
Étymologie: ἐν, δημέω.