ἔξαστις

From LSJ
Revision as of 09:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαστις Medium diacritics: ἔξαστις Low diacritics: έξαστις Capitals: ΕΞΑΣΤΙΣ
Transliteration A: éxastis Transliteration B: exastis Transliteration C: eksastis Beta Code: e)/castis

English (LSJ)

ιος, ἡ,

   A selvage of linen or cloth, Hp.Off.11, Heliod. ap. Orib.46.19.2 (pl.): ἔξεστις in Gal.18(2).791.    II fringe, Michel 832.15 (Samos, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 873] ιος, ἡ, auch ἔξεστις (vgl. Lob. Paralipp. p. 441), herausstehende Fäden am Gewebe, um Troddeln zu machen, auch die Fäden, die beim Zerzupfen der Leinwand zu Charpie entstehen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαστις: -ιος, ἡ, τὸ «ξέφτημα» σχισθέντος ὑφάσματος, ἐπὶ ἐπιδέσμων, παρασκευάζειν δὲ ὀθόνια κοῦφα, λεπτά, μαλθακά... μὴ ἔχοντα συρραφὰς μηδ’ ἐξαστίας (γρ. ἐξάστιας) Ἱππ. π. Ἰητρ. 744· - «ἐξαστίας· ἔνιοι μὲν τὰ ἐπανιστάμενα ἐξ ἄκρων τῶν σχισθέντων ὀθονίων λίνα, καὶ ἀπὸ τῶν ῥακῶν τὰς κρόκας· ἐμοὶ δὲ καὶ τὰ πρὶν σχισθῆναι προὔχοντα τὸν αὐτὸν τρόπον ὀνομάζειν δοκεῖ» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. ἐξήγ. 468, πρβλ. Ἐρωτιαν. 154, ἔνθα ἡ ὀνομ. γράφεται ἐξάστις παροξυτόνως· πρβλ. δίασμα ΙΙ. κροσσός, θύσανος, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 90 ἐν τέλει.