ἔξαστις
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A selvage of linen or cloth, Hp.Off.11, Heliod. ap. Orib.46.19.2 (pl.): ἔξεστις in Gal.18(2).791.
II fringe, Michel 832.15 (Samos, iv B. C.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: acent. ἐξάστις Hp. en Erot.38.3, en Gal.19.98
• Morfología: [plu. ac. -ιας Hp.Off.11]
orillo, reborde, fleco de una vestimenta κιθὼν Λύδιος ἔξαστιν ὑακινθίνην ἔχων IG 12(6).261.13, cf. 16 (Samos IV a.C.), de telas usadas en vendajes ὀθόνια κοῦφα, λεπτὰ ... μὴ ἔχοντα συρραφάς, μηδ' ἐξάστιας Hp.Off.11, cf. Heliod. en Orib.46.19.3, Phot.ε 1118.
• Etimología: Cf. ἄσμα, ἄττομαι.
German (Pape)
[Seite 873] ιος, ἡ, auch ἔξεστις (vgl. Lob. Paralipp. p. 441), herausstehende Fäden am Gewebe, um Troddeln zu machen, auch die Fäden, die beim Zerzupfen der Leinwand zu Charpie entstehen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαστις: -ιος, ἡ, τὸ «ξέφτημα» σχισθέντος ὑφάσματος, ἐπὶ ἐπιδέσμων, παρασκευάζειν δὲ ὀθόνια κοῦφα, λεπτά, μαλθακά... μὴ ἔχοντα συρραφὰς μηδ’ ἐξαστίας (γρ. ἐξάστιας) Ἱππ. π. Ἰητρ. 744· - «ἐξαστίας· ἔνιοι μὲν τὰ ἐπανιστάμενα ἐξ ἄκρων τῶν σχισθέντων ὀθονίων λίνα, καὶ ἀπὸ τῶν ῥακῶν τὰς κρόκας· ἐμοὶ δὲ καὶ τὰ πρὶν σχισθῆναι προὔχοντα τὸν αὐτὸν τρόπον ὀνομάζειν δοκεῖ» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. ἐξήγ. 468, πρβλ. Ἐρωτιαν. 154, ἔνθα ἡ ὀνομ. γράφεται ἐξάστις παροξυτόνως· πρβλ. δίασμα ΙΙ. κροσσός, θύσανος, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 90 ἐν τέλει.
Greek Monolingual
ἔξαστις και ἔξεστις, η (Α)
1. παρυφή, ούγια
2. κρόσσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι έξαστίς < εξ-αν-στις < εξανίστημι με αποκοπή και απώλεια του έρρινου δεν είναι ικανοποιητική. Πρόκειται πιθ. για όνομα δηλωτικό ενέργειας < εξ-άττομαι (πρβλ. άττομαι «τοποθετώ το στημόνι στον αργαλειό»), με κατάλ. -στις < -τ-τις (πρβλ. πίστις)].
Frisk Etymological English
-ιος
Grammatical information: f.
Meaning: hem of something woven (Samos IVa), pl. threads coming out of something being woven, esp. selvage of linen (medic.).
Other forms: ἔξεστις (Gal.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. Acc. to J. Schmidt Kritik 89 n. 1 from *ἔξ-αν-στ-ις, verbal noun of ἐξανίστημι with apocope and loss of nasal as in Epid. ἀ-στάς = ἀν(α)-στάς. Boisacq considers connection with ἄττομαι set the warp in the loom, ἄσμα warp etc. (s. Fraenkel IF 32, 121); so from *ἐξ-άττομαι or *ἐξ-άζομαι (exact meaning?).
Frisk Etymology German
ἔξαστις: -ιος
{éksastis}
Grammar: f.
Meaning: Rand eines Gewebes, Franse (Samos IVa), pl. herausstehende Fäden am Gewebe, bes. die Fäden, die beim Zerzupfen der Leinwand zu Charpie entstehen (Mediz.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach J. Schmidt Kritik 89 A. 1 aus *ἔξανστις, Verbalnomen zu ἐξανίστημι mit Apokope und Nasalverlust wie in epid. ἀστάς = ἀν(α)-στάς; dazu Schwundstufe wie in μετανάστις (s. μετανάστης), also eig. "die herausstehende". Dagegen erwägt Boisacq (nach Schneider) mit Recht Anknüpfung an ἄττομαι das Gewebe anzetteln, ἄσμα Kettenfaden usw. (s. dazu Fraenkel IF 32, 121); auszugehen wäre von *ἐξάττομαι oder *ἐξάζομαι (genaue Bedeutung?).
Page 1,528