συμβουλεύω
English (LSJ)
A advise, counsel, c. dat. pers. et inf., advise one to do a thing, Hdt.1.53,59, 2.107, Th.1.65, etc.; οὐ συμβουλεύων Ερξῃ στρατεύεσθαι advising him not... Hdt.7.46: rarely c. acc. et inf., συμβουλεύω . . συμβῆναι ὑμᾶς I advise that you should... Pl.Prt. 337e, cf. Gal.16.501. 2 without inf., σ. τινί τι Hdt.1.71, etc.; ὅτι ἂν δύνωνται ἀγαθὸν Ἀθηναίοις IG12.106.19; τοῖς ὀλίγον διαπνεομένοις ἀσιτίαν Gal.15.508; τινὶ περί τινος Pl.Prt.319d, etc.; εὖ σ. τινί Thgn.38; σ. τι recommend a measure, τὰ ἄριστα Hdt.7.237; χρηστόν τι Ar.Nu.793; πορείαν X.An.5.6.12, etc.: but c. acc. cogn., σ. συμβουλάς give advice, Pl.Grg.520d:—Pass., συμβουλεύεταί τι advice is given, Id.Ep.330d; τὰ παρὰ τῶν θεῶν συμβουλευόμενα X.Cyr. 1.6.2; τὰ συμβουλευθέντα Isoc.3.13; τὰ -βεβουλευμένα res de consilii sententia actae, IG7.413.58 (Oropus, i B.C., Senatus consultum); of persons, to be advised, ὑπό τινος POxy.118.3 (iii A.D.). 3 folld. by a relat., σ. περί τινος ὡς . . X.Vect.4.30; σύμ μοι βούλευσον, ποτέρην ἄγω Call.Epigr.1.5. 4 abs., advise, give advice, S.OT1370, etc.; ὁ συμβουλεύων or -εύσας adviser, Arist.Rh.1354b31, Lex ap.And.1.96; τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων didactic poems, Isoc.2.42. II Med., consult with a person, i.e. ask his advice, τινι Hdt.2.107, Pl. Ep.331a, Thg.122a, etc.; τι in a matter, Th.8.68; σ. τι μετά τινος debate a matter with another, Ar.Nu.475: abs., consult, deliberate, X.Cyr.2.1.7, etc.—Act. and Med. opposed, συμβουλευομένου ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα if one asked his advice he would give him the best, Hdt.7.237; [τοῖς Ἕλλησι] συμβουλευομένοις συνεβούλευσε τάδε X.An.2.1.17. 2 = Act., Sch.Hes.Sc.338, f.l. in X.HG6.5.34. 3 agree, make a contract, θύρας λιθίνης ἧς συνεβουλεύσατο κόψαι PMich.Zen.37.3 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 980] einen Rath geben od. ertheilen; absolut, Soph. O. R. 1370 Ar. Nub. 783; τινί, Her. 1, 59. 7, 51 u. sonst; c. inf., 8, 103; τινί τι, Theogn. 38; Her. 7, 237; τὰ συμβουλευθέντα, Isocr. 3, 13; αὐτοῖς περὶ τούτων, Plat. Prot. 319 d; συμβουλὰς συμβουλεύειν, Gorg. 520 d; καὶ παραινεῖν, Legg. XI, 933 b, u. öfter, wie Folgde; – med., συμβουλεύεσθαι μετά τινος, mit Einem berathschlagen, Ar. Nub. 467; zu Rathe gehen, Thuc. 8, 68; zu Rathe ziehen, um Rath fragen, τινί, Her. 2, 107. 7, 235, vgl. συμβουλευομένου ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα, 7, 237; ἔξεστι συμβουλεύσασθαι παρακαλέσαντα τὸν ἐπαΐοντα, Plat. Prot. 314 a; Lach. 178 b; Folgde, wie Xen. An. 1, 1, 10. 2, 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
συμβουλεύω: ὡς καὶ νῦν, δίδω συμβουλήν, τινί, ὡς τὸ Λατ. consulere alicui, μάλιστα ἐν χρήσει ἐπὶ ῥητόρων προτεινόντων γνώμην τινὰ εἰς τὸν λαόν, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., συμβουλεύω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 1. 53, 59., 2. 107, Θουκ. 1. 65, κτλ. οὐ συμβουλεύων Ξέρξῃ στρατεύεσθαι, συμβουλεύων νὰ μή..., Ἡρόδ. 7. 46· ― σπανίως μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., συμβουλεύω... συμβῆναι ὑμᾶς ὥσπερ ὑπὸ διαιτητῶν ἡμῶν συμβιβαζόντων Πλάτ. Πρωτ. 337Ε. 2) καὶ ἄνευ τοῦ ἀπαρ., σ. τινί τι Ἡρόδ. 1. 71, κτλ.· τινὶ περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 319D, κτλ.· εὖ σ. τινι Θέογν. 38· ― σ. τι, συνιστῶ τι, τὰ ἄριστα Ἡρόδ. 7. 237· χρηστόν τι Ἀριστοφ. Νεφ. 793· πορείαν Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12, κτλ.· ἀλλὰ μετ’ αἰτιατ. συστοίχου, σ. συμβουλάς, παρέχω συμβουλάς, Πλάτ. Γοργ. 520D· ― Παθητ., συμβουλεύεταί τι, παρέχεται συμβουλή, Πλάτ. Ἐπιστ. 330D· τὰ παρὰ τοῖς θεοῖς συμβουλευόμενα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2· τὰ συμβουλευθέντα Ἰσοκρ. 29C. 3) ἑπομένου ἀναφορικοῦ, σ. περί τινος ὡς... Ξεν. Πόροι 4, 30· σύμ μοι βούλευσον ποτέρην ἄγω Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 5. 4) ἀπολ., δίδω συμβουλήν, συμβουλεύω, Σοφ. Ο. Τ. 1370, κτλ.· ὁ συμβουλεύων ἢ -εύσας, ὡς καὶ νῦν, Λατ. auctor, suasor sententiae, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 8, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 10· τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων, διδακτικὰ ποιήματα, Ἰσοκρ. 23Β. ΙΙ. Μέσ., ζητῶ συμβουλὴν παρά τινος, ζητῶ τὴν γνώμην αὐτοῦ, τινι, Λατιν. consulere aliquem, Ἡρόδ. 2. 107, Πλάτ., κλπ.· τι Θουκ. 8. 68· σ. τι μετά τινος, συζητῶ τι μετά τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 475· ἀπολύτως, συσκέπτομαι, ἀλλ’ εἰ μὲν ἀνδρῶν προσδεῖ ἡμῖν... εἴτε καὶ μὴ αὖθις συμβουλευσόμεθα Ξεν. Κύρ. 2. 1, 7, κτλ. ― Ἔχομεν τὸ ἐνεργ. καὶ μέσον παρ’ ἄλληλα, συμβουλευομένου τε ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα, καὶ ἂν τὸν συμβουλευθῇ, θὰ τὸν συμβουλεύσῃ τὰ ἄριστα (ὁ φίλος), Ἡρόδ. 7. 237· [τοῖς Ἕλλησι] ξυμβουλευομένοις ξυνεβούλευσεν αὐτοῖς τάδε Ξεν. Ἀν. 2. 1, 17. 2) = τῷ ἐνεργ., πολλάκις παρὰ τοῖς μεταγεν., ἴδε Δινδ. εἰς Διόδ. τ. 3, σ. 57.
French (Bailly abrégé)
donner un conseil, conseiller : τινί τι qch à qqn ; avec un seul rég. : σ. τι conseiller qch ; avec l’inf. : conseiller de;
Moy. συμβουλεύομαι délibérer avec : τινι avec qqn ; τι sur qch.
Étymologie: σύν, βουλεύω.