τραχηλίζω

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

fut. Att.

   A -ιῶ PPetr.2p.52 (iii B. C.):—bend or twist the neck of a victim, βοῦν Thphr.Char.27.5.    II in wrestling, 'scrag' one's opponent, τοὺς νεανίσκους Plu.Ant.33:— Pass., Pl.Amat.132c, Teles p.50 H., Them.Or.23.291b.    2 metaph., inflict hardship on a combatant, τοὺς . . φίλους οἱ λειπόμενοι τραχηλιοῦσι πόλεμοι Ph.2.131:—Pass., ἐμφυλίῳ πολέμῳ καὶ διχονοίᾳ -ιζόμενοι J.BJ4.6.2.    3 metaph. in Pass., to be overpowered, swept away, ταῖς ἐπιθυμίαις Ph.2.127; of ships in a whirlpool, Str.6.2.3.    III in a pun on signfs. 1, 11.1, and 11.3, ἰδὼν Ὀλυμπιονίκην εἰς ἑταίραν πυκνότερον ἀτενίζοντα, ἴδε ἔφη, κριὸν Ἀρειμάνιον ὡς ὑπὸ τοῦ τυχόντος κορασίου -ίζεται see how the ram's neck is being twisted, D.L.6.61, cf. Plu.2.521b; τοὺς πολυπράγμονας ἴδοις ἂν ὑπὸ παντὸς ὁμοίως θεάματος -ιζομένους καὶ περιαγομένους ibid.    IV Pass., to be laid open, Ep.Hebr.4.13; τετραχηλισμένα· πεφανερωμένα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλίζω: μέλλ. -ίσω, κυρίως ἐπὶ παλαιστῶν, λαμβάνω τινὰ ἐκ τοῦ τραχήλου, ἢ κάμπτω τινὸς τὸν τράχηλον πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ οὕτω καταβάλλω, νικῶ ἐντελῶς, τὸν ταῦρον Θεοφρ. Χαρ. 27· τοὺς νεανίσκους Πλουτ. Ἀντών. 33, πρβλ. 2. 521Β. ΙΙ. Παθ., λαμβάνομαι ἐκ τοῦ τραχήλου, ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 61, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 23· ἀπὸ θεάματος τραχηλιζόμενος καὶ περιαγόμενος Πλούτ. 2. 521C· πολέμῳ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 2· ταῖς ἐπιθυμίαις Φίλων 2. 127· ― ἀπολ., ποιοῦμαι χρῆσιν τοῦ τρόπου τούτου τοῦ παλαίειν, Πλάτ. Ἀντερ. 132C, Θεμίστ. 291Β, πρβλ. Ξεν. Λακ. 5. 9, καὶ ἴδε ἐν λ. τραχηλισμός. 2) καταπίπτω κατὰ κεφαλῇ· καὶ ἐπὶ πλοίων, καταβυθίζομαι ὑπὸ δίνης, Στράβ. 268. 3) κάμπτομαι τὸν τράχηλον πρὸς τὰ ὀπίσω (ὡς θῦμα) ὥστελαιμὸς χαίνει ὅταν κοπῇ, Λατ. resupinare· ἐντεῦθεν, τετραχηλισμένα, ἀνεῳγμένα, πεφανερωμένα, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. δ΄, 13· πρβλ. Ἡσύχ., «τετραχηλισμένα· πεφανερωμένα».

French (Bailly abrégé)

1 renverser (qqn, une victime, etc.) la tête en arrière, acc.;
2 serrer le cou, étreindre ; Pass. être saisi par le cou, être terrassé.
Étymologie: τράχηλος.