καταλιθάζω
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
A = καταλιθόω, Ev.Luc.20.6.
German (Pape)
[Seite 1360] steinigen, N. T., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
καταλῐθάζω: καταλιθόω, καταλιθοβολῶ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄, 6, Ἐκκλ.