ὑάλινος
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
η, ον,
A of crystal or glass, Corinn.42; ἐκπώματα Ar.Ach.74; σφραγίς IG22.1451.13; σκεύη Phld.Mort.39; φιάλαι SIG1106.153 (Cos. iv/iii B. C.), cf. Hp.Ep.16,PPetr.3p.113 (iii B. C.), Paus.2.27.3; ὑ. χρῶμα, = ferrugineus, Gloss.; hyalinum is expld. as vitreum, viridi colore, ib.: also ὑέλινος, η, ον, AP14.52, Ael.VH 13.3. [On the quantity, v. ὕαλος fin.]
Greek (Liddell-Scott)
ὑάλῐνος: -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, ἐξ ὑάλου κατεσκευασμένος, Κόριννα 36· ἐκπώματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 74· σφραγὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 34· φιάλη Παυσ. 2. 27, 3, κλπ.· ὡσαύτως ὑέλινος, η, ον, Ἀνθ. Π. 14. 52, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 3. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de verre.
Étymologie: ὕαλος.