ψιλᾶς
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
German (Pape)
[Seite 1399] ὁ, Beiwort des Bacchus, unter dem er in Amyklä verehrt wurde, Paus. 5, 19; wahrscheinlich von ψιλός = λειογένειος, s. Lob. in Wolf's Anal. 3 p. 53 u. Phryn. 435.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλᾶς: ὁ, ἐπίθετον τοῦ Βάκχου, ὃ ἔφερε λατρευόμενος ἐν Ἀμύκλαις, Παυσ. 3. 19. 6, παρ’ ᾧ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πτερωτὸς (ἐκ τοῦ ψίλον Δωρ. ἀντὶ πτίλον)· ἀλλ’ ὁ Λοβ. (ἐν Wolf’s Anal. 353, Φρυνίχ. 435) λέγει ὅτι σημαίνει τὸν ἔχοντα λείαν καὶ ψιλὴν τὴν σιαγόνα, δηλ. ἀγένειον.