χυλώδης
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
ες, contr. for χυλοειδής, Simp. in Ph.23.26, [Gal.]14.515, Gp.2.22.2.
German (Pape)
[Seite 1384] ες, zsgzgn statt χυλοειδής, – 1) fastartig. – 2) voll Saft, saftig, saftreich, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
χῡλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ χυλοειδής, Γαλην. 14. 515· τὸ χυλῶδες, ὁ χυμός, ὁ ὀπός, Διοσκ. 3. 22.