τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect
1. (για πρόβατα και κατσίκες) βελάζω δυνατά2. (για παιδιά) κλαίω, γκρινιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + βελάζω].