σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
ἀμφιγενής, -ὲς (Μ)αυτός που έχει αμφίβολο ή διπλό γένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γενὴς < γένος].