αναβλάστηση
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
η (Α ἀναβλάστησις)
ἀναβλαστάνω
βλάστηση, εκβλάστηση
νεοελλ.
η εκ νέου βλάστηση, ξαναφύτρωμα.