ανάνηψη

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

η (Μ ἀνάνηψις) ἀνανήφω
1. ανάκτηση της νηφαλιότητας, της πνευματικής διαύγειας (από μέθη, οργή κ.λπ.)
2. Ιατρ.
η αποκατάσταση της λειτουργίας της συνειδήσεως ύστερα από μια περίοδο απωλείας της (κώμα, γενική αναισθησία)
μσν.
μετάνοια, μεταμέλεια.