αποποιούμαι
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(AM ἀποποιοῡμαι, -έομαι)
1. απομακρύνω από τον εαυτό μου κάτι, απορρίπτω
2. αρνούμαι να δώσω ή να πράξω κάτι
3. δεν δέχομαι κάτι.