ασβεστόφιλος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source

Greek Monolingual

-ο
βιολ. (για φυτά) αυτός πού αναπτύσσεται κυρίως σε ασβεστούχα εδάφη (γιουνίπερος, πουρνάρι κ.ά.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. calciphile < calci- < λατ. calx, calcis «άσβεστος» + -phile < -φιλος < φίλος). Στην ξένη επιστημονική ορολογία χρησιμοποιείται επίσης και ο όρος calcicole (γαλλ.-αγγλ.) < calci- < λατ. calx, calcis «άσβεστος» + -cole < λατ. -cola «κάτοικος»].