αποφυάς
From LSJ
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
Greek Monolingual
ἀποφυάς, η (Α) φύω
1. απόφυση
2. διακλάδωση φλέβας ή άρτηρίας
3. αγκάθι της ουράς του μυθικού θηρίου μαρτιχόρα.