αποφυάς

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217

Greek Monolingual

ἀποφυάς, η (Α) φύω
1. απόφυση
2. διακλάδωση φλέβας ή άρτηρίας
3. αγκάθι της ουράς του μυθικού θηρίου μαρτιχόρα.