ασφαλτώνω
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek Monolingual
(Α ἀσφαλτῶ, -όω)
ασφαλτοστρώνω, επικαλύπτω μια επιφάνεια με στρώμα ασφάλτου.