θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ηη μυρωδιά του αρνιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αρνί + -ίλα (κατάλ. ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν συνήθως άσκημη μυρωδιάπρβλ. ξινίλα, ποδαρίλα, ψαρίλα κ.ά.)].