τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
-ή, -όαυτός που συντελεί στην αναζωογόνηση, που αναζωογονεί ψυχικά και σωματικά, ζωογόνος, τονωτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογονώ. Η λ. απαντά για πρώτη φορά το 1890].