ἀνεκβίαστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A not to be overpowered, Chrysipp.Stoic.2.64, v.l. in Gell.1.2.7.
German (Pape)
[Seite 221] unbezwinglich, εἱμαρμένη Plut. Stoic. repugn. 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκβίαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβιάσῃ, νὰ κατανικήσῃ, Πλούτ. 2. 1055D. - Ἐπίρρ. ἀνεκβιάστως, Γέλλ. Ἀττ. Νύκτ. 1. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que la violence ne peut écarter.
Étymologie: ἀ, ἐκβιάζομαι.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede ser dominado, δύναμις Chrysipp.Stoic.2.64, Plu.2.1055e, cf. Gell.1.2.7 (u.l.).
Greek Monolingual
ἀνεκβίαστος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκβιάσει, ακατανίκητος, ακαταμάχητος.