ανάρρυσις
From LSJ
Greek Monolingual
ἀνάρρυσις, η (AM) αναρρύω
μσν.
η απελευθέρωση, η απολύτρωση
αρχ.
η δεύτερη μέρα της εορτής των Απατουρίων.
ἀνάρρυσις, η (AM) αναρρύω
μσν.
η απελευθέρωση, η απολύτρωση
αρχ.
η δεύτερη μέρα της εορτής των Απατουρίων.