αυτοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτοκέφαλος, -ον)
1. ανεξάρτητη τοπική Εκκλησία η οποία έχει το Κανονικό δικαίωμα να εκλέγει και να χειροτονεί τη διοικητική της κεφαλή, τον αρχιεπίσκοπο ή τον πατριάρχη
2. το ουδ. ως ουσ. το αυτοκέφαλο(ν)
το δικαίωμα μιας Εκκλησίας να είναι αυτοκέφαλη
μσν.- νεοελλ.
ανεξάρτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κέφαλος < κεφαλή (πρβλ. ακέφαλος, πολυκέφαλος κ.ά.)].