βέρος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
-α, -ο
1. ειλικρινής, ευθύς («βέρος άνθρωπος»)
2. γνήσιος, πραγματικός («βέρος Αθηναίος», «βέρο χρυσάφι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vero «αληθινός, γνήσιος, πραγματικός»].