μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof
-α, -ο (AM ἀπευκταῑος, -α, -ον) απεύχομαιαυτός που ο καθένας απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, ανεπιθύμητοςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το απευκταίο(ν)1. το δυστύχημα2. ο θάνατος.