στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(AM ἀπομαραίνω)
μαραίνω εντελώς
αρχ.
Ι. μειώνω, ελαττώνω
II. (-ομαι)
1. πεθαίνω ήρεμα
2. (για κομήτες) σβήνω βαθμιαία.