μειώνω
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
Greek Monolingual
(ΑM μειῶ, -όω, Μ και μειώνω) μείων
1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική θητεία» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῖς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῖς περικνημῖσιν», Διον. Αλ.
γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῦ μειοῦσθαι εἴη ἂν μείης ὀρθῶς κεκλημένος», Πλάτ.)
2. ταπεινώνω, εξευτελίζω, υποβιβάζω κάποιον με τα λόγια ή με τις πράξεις μου (α. «αυτό που είπες μέ μειώνει στα μάτια τών συναδέλφων» β. «ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα σύ γε τοὺς φίλους ἠπίστω», Ξεν.)
3. παριστάνω ένα γεγονός μικρότερο, υποβιβάζω με λόγια τη σημασία του
4. παθ. μειώνομαι, μειοῦμαι, -όομαι
είμαι ή γίνομαι υποδεέστερος, κατώτερος, χειρότερος (α. «έχει μειωμένη αντίληψη» β. «πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται», Ξεν.)
αρχ.
1. μετριάζω
2. βραχύνω συλλαβή.